- αναισθητώ
- (ε) 1. μετ. мед. анестезировать;2. αμετ. 1) лишаться чувств, терять сознание; 2) перен. быть бесчувственным, безразличным, равнодушным (к кому-чему-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναισθητώ — ( έω) (Α ἀναισθητῶ) δεν έχω αίσθηση ή αισθητικότητα, είμαι αναίσθητος σωματικά ή ψυχικά νεοελλ. προκαλώ σωματική αναισθησία κατά τις εγχειρήσεις με κατάλληλα φάρμακα, αναισθητίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθήτηση] … Dictionary of Greek
ἀναισθητῶ — ἀναισθητέω lack perception pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναισθητέω lack perception pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθήτῳ — ἀναίσθητος without sense masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναισθήτωι — ἀναισθήτῳ , ἀναίσθητος without sense masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίσθητος — η, ο (Α ἀναίσθητος, ον) 1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα 2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις τής ηδονής και τού πόνου 3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος 4. αυτός που έχασε τις… … Dictionary of Greek
αναισθήτηση — η η αναισθήτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθητώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Μ. Αγγελόπουλο Αθάνατο) … Dictionary of Greek
αναισθησιτικός — ή, ό (φάρμακο) που προκαλεί αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία + (ι)τικός ορθότερος ο επικρατήσας τύπος αναισθητικός (< αναίσθητος ή αναισθητώ)] … Dictionary of Greek
αναισθητικός — ή, ό [αναίσθητος ή αναισθητώ] 1. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία 2. Ιατρ. το ουδ. ως ουσ. φαρμακευτική ουσία για την πρόκληση αναισθησίας … Dictionary of Greek